- ἀγαθοεργοί
- ἀγαθοεργόςdoing goodmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στατός — ή, όν, Α 1. αυτός που έχει σταθεί σε κάποιο σημείο, που δεν κινήθηκε ή δεν κινείται (α. «στατὸν ὕδωρ» στάσιμο νερό, Σοφ. β. «στατὸς ἵππος» ίππος που έχει μείνει για μακρό χρονικό διάστημα μέσα στον στάβλο, Ομ. Ιλ.) 2. αφιερωμένος, ανατεθειμένος… … Dictionary of Greek